Συμφωνώ απολύτως μ αυτό. Αλλά σε μια χώρα με φτωχή παραγωγή ταινιών όπως η Ελλάδα, η έννοια του σεναρίου αποκαλύφθηκε σε μένα λίγο διαφορετικά. Σπούδασα σκηνοθεσία αρχικά στο Παρίσι όπου και τα παράτησα όταν αισθάνθηκα πως έμπλεξα θεωρητικά με κάτι που δεν ήταν ο σκοπός μου να το πλησιάσω έτσι. Ήθελα να σπουδάσω την κατασκευή μιας ταινίας και όχι τη θεωρία που την περιβάλει. Τη θεωρία ήθελα να τη διδαχθώ από την πράξη. Είχα δει ταινίες που με τίναζαν στα ουράνια χωρίς να ξέρω το γιατί. Αυτό αρκούσε. Παρ όλα αυτά στο Παρίσι γράφτηκα σ’ ένα προπαρασκευαστικό τμήμα για την IDΗEC [Ινστιτούτο Υψηλών Σπουδών Κινηματογραφίας]. Εκεί το πράγμα ήταν διαφορετικό. Με κάποιους καταπληκτικούς καθηγητές-μέντορες έπρεπε να ετοιμάσουμε ντοσιέ πλήρους έρευνας πάνω σε μια ταινία, από το σενάριο ως και την αίσθηση που θα είχε το τελικό αποτέλεσμα. Προχώρησα με επιτυχία στην πρώτη φάση των εξετάσεων αλλά, για λόγους που καμμιά σχέση δεν είχαν με τις σπουδές, γύρισα στην Ελλάδα και γράφτηκα στη Σχολή Σταυράκου – από εκείνη την περίοδο θυμάμαι ότι στην ερώτηση, γιατί σπουδάζεις σινεμά; υπάρχει η απάντηση, γιατί έχω ωραίες ιδέες για ταινίες. Κρατήστε το. Τέλειωσα γυρίζοντας την ταινία «Ο Επόμενος του προηγούμενου» όπου το σενάριο ήταν ντεκουπάζ, δηλαδή γραμμένο γύρισμα στο χαρτί με σκηνοθετικές υποδείξεις. Το ίδιο και στην επόμενη ταινία μου, «Πολεμικό Εμβατήριο». Με εξυπηρετούσε. Ήταν γρήγορο και φτηνό - ας μη καταλαβαίνετε τώρα τι εννοώ. Έγραφα ντεκουπάζ. Μια σειρά από εικόνες που μπορούσα να παράγω. Δεν ήμουν όμως ευχαριστημένος. Κάτι έλειπε.
Δούλεψα ασταμάτητα σαν βοηθός σκηνοθέτη για πολλά χρόνια. Σενάριο δεν ξανάγραψα. Κι όποτε χρειάστηκε, συνέχισε να είναι ντεκουπάζ. Με στοιχεία αφηγηματικά αλλά παρέμενε πολύ τεχνικό. Σαν βοηθός, το πρώτο πράγμα που κάνεις προτού κλείσεις μια δουλειά είναι να διαβάσεις το σενάριο. Λέω το εξής κι ας μην ισχύει αυτό για κανέναν άλλο. Δεν υπάρχει χειρότερη κατάσταση από το να δουλεύεις σε μια ταινία που δεν σ αρέσει το σενάριο, όσα χρήματα κι αν σου δίνουν. Κόλαση! Είσαι σαν ξένο σώμα. Σε μια κρίσιμη στιγμή που σκέφτηκα να τα παρατήσω τελείως, συνέβει κάτι μοναδικό. Με πήρε τηλέφωνο ο κύριος Τσιώλης Σταύρος για να πάω βοηθός του. Δεν με ξέρει, δεν τον ξέρω. Βρισκόμαστε, μου δίνει το σενάριο της ταινίας «Παρακαλώ γυναίκες μην κλαίτε» και μου λέει, διάβασέ το και πάρε με τηλέφωνο αν σ ενδιαφέρει. Δεν είχα ξαναδιαβάσει πιο πλήρες και οριστικό σενάριο στη ζωή μου. Μου έλυσε τα μάγια! Ήταν τέτοια η δύναμη που πήρα από αυτό το «ημιτελές προϊόν», που δούλεψα δίπλα του για 8 χρόνια. Ό,τι σενάριο του Σταύρου και να διάβασα ήταν μοναδικό. Και σας διαβεβαιώ πως τα σενάριά του είναι καλύτερα κι από τις ταινίες που γυρίστηκαν για λόγους που δεν θίγουν τον Σταύρο αλλά την παλιοκατάσταση που επικρατεί με την παραγωγή των ταινιών στην Ελλάδα. Μέσα από την τριβή μου με τον Σταύρο αλλά και την υποστήριξη του συγχωρεμένου του Χρήστου Βακαλόπουλου, κατάφερα και διατύπωσα για πρώτη φορά τρεις μεγάλου μήκους ταινίες σε μορφή σεναρίου. Κι ας μην γυρίστηκαν ποτέ.
Κατάλαβα έτσι τι σημαίνει σενάριο για μένα. Ένα «ημιτελές προϊόν» με μια τεχνική γραφή που το εξυπηρετεί να αποδώσει το καθαρό πνεύμα μιας ταινίας. Και με αυτή την άποψη είναι μια ολοκληρωμένη ΠΡΩΤΗ ΤΑΙΝΙΑ. Αν υπάρξει γύρισμα ακόμα καλύτερα. Θάχουμε την ΤΑΙΝΙΑ ΟΛΟΚΛΗΡΗ.
Ωραίες ιδέες για ταινίες υπάρχουν πολλές. Για να τις γράψει κάποιος χρειάζεται ατομική ευθύνη. Να στρωθεί. Να βλέπει ταινίες σαν αποχυμωτής. Να διαβάσει σενάρια - πράγμα δύσκολο αφού δεν υπάρχουν εκδόσεις και εξειδικευμένες βιβλιοθήκες στην Ελλάδα - και να βρεί κάποιον που να τον εμπιστευθεί και αργά αργά να βρει το πάντρεμα του ύφους με τη μορφή που τον απογειώνει.
Χάρης Μιχαλογιαννάκης - Ιανουάριος 2009